- βυρσοδεψικός
- -ή, -ό (AM βυρσοδεψικός, -ή, -όν)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη βυρσοδεψίανεοελλ.το θηλ. ως ουσ. βυρσοδεψική, ηη τέχνη του βυρσοδέψη(αρχ. -μσν.) ο χρήσιμος ή ο κατάλληλος για τη βυρσοδεψία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βυρσοδεψικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυρσοδεψικῶν — βυρσοδεψικός of fem gen pl βυρσοδεψικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυρσοδεψικόν — βυρσοδεψικός of masc acc sg βυρσοδεψικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυρσοδεψικοῦ — βυρσοδεψικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυρσοδεψικῆς — βυρσοδεψικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυρσοδεψικῇ — βυρσοδεψικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυρσοδεψική — βυρσοδεψικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυρσοδεψικήν — βυρσοδεψικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυρσοδεψικῷ — βυρσοδεψικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σουμάκι — (galium). Φυτό γνωστό με το επιστημονικό όνομα ρους ο βυρσοδεψικός. Ένα άλλο φυτό με το ίδιο όνομα, λέγεται επιστημονικά κοριαρία ή μυρτόφυλλη. Τέλος, δύο ακόμα φυτά, γνωστά με την κοινή ονομασία αγριοσουμάκι, ονομάζονται επιστημονικά γάλιο,… … Dictionary of Greek